πάγκυφος

πάγκυφος
πάγκυφος, -ον (Α)
1. εντελώς κυφός, τελείως κυρτός, καμπουριασμένος
2. φρ. «πάγκυφος ἐλαία» — η ιερή ελιά τής Ακροπόλεως η οποία ονομάστηκε έτσι εξαιτίας τού συνεστραμμένου σχήματος τού κορμού και τής κυφότητας που παρουσίαζε.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + κυφός (< κύπτω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πάγκυφος — quite crooked masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • АТТИКА —    • Attĭca,          ή Άττική (от ακτή, вместо ακτική), называлась раньше также Άκτή, «прибрежная страна», а у поэтов Μοψοπία, или Ίωνία, или Ποσειδωνια и была важнейшей из 8 областей, составлявших собственную (среднюю) Элладу. Она имела форму …   Реальный словарь классических древностей

  • παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”