- πάγκυφος
- πάγκυφος, -ον (Α)1. εντελώς κυφός, τελείως κυρτός, καμπουριασμένος2. φρ. «πάγκυφος ἐλαία» — η ιερή ελιά τής Ακροπόλεως η οποία ονομάστηκε έτσι εξαιτίας τού συνεστραμμένου σχήματος τού κορμού και τής κυφότητας που παρουσίαζε.[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + κυφός (< κύπτω)].
Dictionary of Greek. 2013.